Αυτός που κάνει εξοικονόμηση δεν έχει μπελάδες οικογενειακής βιοπάλης

5 dakika
Αυτός που κάνει εξοικονόμηση δεν έχει μπελάδες οικογενειακής βιοπάλης

ΤΕΤΑΡΤΟ   ΕΥΦΥΟΛΟΓΗΜΑ

Κατά το νόημα του χαντίθ:  لاَ يَعُولُ مَنِ اقْتَصَدَ  “Αυτός που κάνει εξοικονόμηση δεν έχει μπελάδες οικογενειακής βιοπάλης”. το μυστήριο αυτού του χαντίθ νοηματικά εννοεί: “Αυτός που κάνει εξοικονόμηση, αντιμετωπίζει λιγότερα προβλήματα  βιοπάλης και δυσκολίες.”

Ναι, υπάρχουν απέραντες ξεκάθαρες αποδείξεις που δείχνουν ότι η εξοικονόμηση είναι καθοριστική αιτία αφθονίας και ευμάρειας, επίσης και πηγή καλοπέρασης. Συνοπτικά, εγώ προσωπικά με αυτά που έχω δει στον εαυτό μου και με την μαρτυρία των ατόμων που με βοηθούν και είναι φίλοι μου, λέω ότι:  μέσω της λιτότητας κάποιες φορές οι φίλοι μου και εγώ είδαμε ότι υπήρχε ένα προς δέκα αφθονία.

 Μάλιστα, πριν εννέα χρόνια -τώρα 30 χρόνια- [δηλαδή το 1926] μια ομάδα από τους αρχηγούς που εξορίστηκαν μαζί με εμένα στην πόλη Μπούρντουρ, προσπάθησαν πολύ να με κάνουν να αποδεχτώ το Ζεκάτ ώστε να μην ταπεινωθώ και να μην εξαθλιωθώ. Είπα σε αυτούς τους πλούσιους αρχηγούς: “Αν και τα χρήματα μου είναι πολύ λίγα, όμως, εγώ κάνω εξοικονόμηση και έχω συνηθίσει στην ολιγάρκεια. Είμαι πιο πλούσιος από εσάς”. Απέρριψα την επίμονη και επαναλαμβανόμενη πρόταση τους. Είναι αξιοπερίεργο ότι μετά από δύο χρόνια μια ομάδα από αυτούς που πρότειναν να μου δώσουν το ζεκάτ, εξαιτίας της μη εξοικονόμησης αναγκάστηκαν  να  χρεωθούν. Δόξα τον Αλλάχ μετά από επτά χρόνια αυτά τα λίγα χρήματα μου, με την αφθονία της λιτότητας, ήταν αρκετά για μένα και δεν αναγκάστηκα να υποχρεωθώ για καμία ανάγκη στον κόσμο, ούτε να αθετήσω τις αρχές και το βασικό κανόνα της ζωής μου το οποίο είναι «Να είμαι ανενδεής προς τους ανθρώπους».

Μάλιστα, αυτός που δεν κάνει εξοικονόμηση, είναι υποψήφιος να ταπεινωθεί, να εξαθλιωθεί και να πέσει πνευματικά στη ζητιανιά. Στην εποχή μας είναι πολύ ακριβό το χρήμα το οποίο γίνετε πηγή σπατάλης. Κάποιες φορές σε αντάλλαγμα  λαμβάνεται ως δωροδοκία, η αξιοπρέπεια και η τιμή. Και κάποιες φορές λαμβάνονται ως αντάλλαγμα οι ιερές αξίες της θρησκείας και μετά δίνουν κάτι αισχρά χρήματα. Δηλαδή, με εκατό δραχμές πνευματικής ζημιάς αγοράζεται ένα προϊόν που αξίζει  υλικά εκατό δεκάρες.

Εάν κάνοντας εξοικονόμηση περιορίζει και ελαττώνει και τις απαραίτητες ανάγκες με το μυστήριο και την σαφήνεια των παρακάτω εδαφίων,

اِنَّ اللّهَ هُوَ الرَّزَّاقُ ذُو الْقُوَّةِ اْلمَتِينُ

“Γιατί ο ΑΛΛΑΧ είναι Εκείνος που δίνει (το κάθε τι) για την Συντήρηση, Κύριος της πανίσχυρης δύναμης.”[1]

και

وَمَا مِنْ دَابَّةٍ فِى اْلاَرْضِ اِلاَّ عَلَى اللّهِ رِزْقُهَا

“Δεν υπάρχει κανένα (κινούμενο) πλάσμα πάνω στη γη που η συντήρηση του (η τύχη του) να μην εξαρτάται απ` τον ΑΛΛΑΧ.” [2]

 

με έναν ανέλπιστο τρόπο, θα βρει τα απαραίτητα αγαθά τον επιούσιο άρτο ώστε  να επιβιώσει. Διότι το εδάφιο αυτό, το εγγυάται.

Ναι λοιπόν τα απαραίτητα αγαθά είναι δύο ειδών:

Το πρώτο είναι τα “πραγματικά απαραίτητα αγαθά” με τα οποία θα ζήσει. Με το βούλευμα αυτού του εδαφίου, αυτό το απαραίτητο αγαθό είναι υπό την εγγύηση Του Απόλυτου Συντηρητή και Επιμορφωτή όλων των δημιουργημάτων Ραμπ Αλλάχ. Εάν ο άνθρωπος δεν καταχραστεί την ελευθερία της βούλησης του τότε οπωσδήποτε θα βρει αυτά τα απαραίτητα αγαθά. Δεν θα αναγκαστεί να θυσιάσει ούτε την θρησκεία του ούτε την τιμή του ούτε την υπόληψή του.

Το δεύτερο είναι τα “μεταφορικά απαραίτητα αγαθά” τα οποία με την κατάχρηση, οι μη απαραίτητες ανάγκες εμφανίζονται ως απαραίτητες ανάγκες και με το μπελά των εθίμων γίνεται εξαρτημένος και δεν μπορεί να τα εγκαταλείψει. Ορίστε, επειδή αυτό το απαραίτητο αγαθό δεν είναι υπό την εγγύηση Του Απόλυτου Συντηρητή και Επιμορφωτή όλων των δημιουργημάτων -Ραμπ, η απόκτηση αυτών των απαραίτητων αγαθών ειδικά αυτή την εποχή είναι πολύ ακριβή. Θυσιάζοντας πρώτα απ’ όλα την υπόληψη και αποδέχοντας την ταπείνωση -και κάποιες φορές φθάνοντας στο σημείο να φιλήσει και τα πόδια τιποτένιων ανθρώπων καταπέφτοντας έτσι πνευματικά σε μια κατάσταση ζητιανιάς- παίρνει αυτό το άγονο, αισχρό προϊών θυσιάζοντας κάποιες φορές ακόμη και τις ιερές αξίες της θρησκείας οι οποίες είναι το φως της αιώνιας ζωής του.

Ακόμη σ’ αυτή την εποχή της φτώχειας και απελπισίας, ο πόνος και η συμπόνια που νιώθει για τον συνάνθρωπο του ο ευσυνείδητος και ο εύσπλαχνος άνθρωπος, ειδικά όταν βλέπει φτωχούς και ενδεής απελπισμένους ανθρώπους  -αν όντως έχει συνείδηση- πικραίνει την απόλαυση που παίρνει από τα χρήματα που, παράνομα έχει κερδίσει. Σ’ αυτή την παράξενη εποχή, με αυτό τον αμφίβολο πλούτο πρέπει να αρκούμαστε μόνο στο βαθμό της αναγκαιότητας. Διότι اِنَّ الضَّرُورَةَ تُقَدَّرُ بِقَدْرِهَا “Οι αναγκαιότητες καθορίζονται σύμφωνα με το βαθμό των αναγκών” σύμφωνα με το μυστήριο τούτο, από το απαγορευμένο πλούτο (χαράμ), εν ανάγκη, μπορεί κανείς να πάρει μόνο όσο είναι η ανάγκη, και όχι περισσότερο. Ναι, ο υποχρεωμένος άνδρας δεν μπορεί να φάει από το βρώμικο κρέας μέχρι να χορτάσει. Ίσως μπορεί να φάει τόσο ώστε να μην πεθάνει από την πείνα. Και μάλιστα δεν μπορεί κάποιος να τρώει με απόλυτη απόλαυση, μπροστά σε εκατό πεινασμένους ανθρώπους.

Ένα γεγονός που αποδεικνύει ότι η εξοικονόμηση είναι αιτία αξιοπρέπειας και ωριμότητας:

Κάποτε ο Χατεμί Τάι ο οποίος ήταν παγκοσμίως γνωστός για την γενναιοδωρία του, έκανε ένα σημαντικό συμπόσιο. Αφού έδωσε πάρα πολλά δώρα στους καλεσμένους του, βγήκε για μια βόλτα έξω στην έρημο. Εκεί είδε έναν ηλικιωμένο φτωχό άντρα ο οποίος είχε φορτώσει στη μέση του, ένα φορτίο αγκαθωτούς θάμνους και αγκάθια γίδας, τα οποία βελονίζανε και ματώνανε το σώμα του. Ο Χατέμ του είπε:

“Ο Χατέμι Τάι μαζί με δώρα δίνει και ένα σπουδαίο συμπόσιο. Πήγαινε κι εσύ εκεί, ίσως πάρεις πέντε δραχμές σε αντάλλαγμα του αγκαθωτού φορτίο σου το οποίο αξίζει πέντε δεκάρες”.

Ο ηλικιωμένος λιτόβιος  είπε: “Εγώ θα αντέξω αυτό το  αγκαθωτό φορτίο μου και θα το σηκώσω με την τιμή και αξιοπρέπεια μου. Δεν θα υποχρεωθώ στον Χατέμι Τάι”.

Μετά ρώτησαν τον Χατέμι Τάι: “Ξέρεις κάποιον που να είναι πιο γενναίος λεβέντης και ενάρετος από εσένα;”

Είπε: “Αυτός ο ηλικιωμένος λιτόβιος που συνάντησα στην έρημο είναι πιο άγιος, πιο ανώτερος και πιο γενναίος από εμένα.” 


 
[1]. Κουράν,  Ελ-Δζαριγιάτ, 51:58
[2]. Κουράν, Ελ- Χουντ, 11:6